-
1 επηχεω
1) отвечать отголоском, давать отзвук(ἐπήχει ἄντρον Eur.; πέτραι ἐπηχοῦντες Plat.)
2) кричать в ответ(βοᾷ δ΄ ἱερεύς, ἅπας δ΄ ἐπήχησε στρατός Eur.)
См. также в других словарях:
επηχώ — ἐπηχῶ, έω (AM) 1. αντηχώ, αντιλαλώ («κλαίουσι συνναύταις ἐμοῑς... ἐπήχει δ ἄντρον», Ευρ.) 2. κάνω κάτι να αντηχήσει αρχ. 1. κραυγάζω 2. αναφέρω κάτι σε κάτι άλλο … Dictionary of Greek